υπερτασικός

υπερτασικός
-ή, -ό, Ν [υπέρταση]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπέρταση
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από αρτηριακή υπέρταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπερτασικός — ή, ό αυτός που πάσχει από αρτηριακή υπέρταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερτατικός — ή, ό, Ν 1. υπερτασικός 2. αυτός που προκαλεί υπέρταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + τατικός (< τατός < συνεσταλμένη βαθμίδα τᾰ τού τείνω, πρβλ. τάσις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”